Είναι το «υλικό» των αρθρώσεων με υψηλή εξειδίκευση: Οι χόνδροι, μαλακοί και εξαιρετικά λείοι, καλύπτουν τα άκρα των οστών και διασφαλίζουν την ομαλή κίνηση των αρθρώσεων μιας και ελαχιστοποιούν την τριβή και κατανέμουν τα φορτία. Βασικό τους μειονέκτημα, ωστόσο, είναι ότι δεν αιματώνονται και κατά συνέπεια έχουν πολύ περιορισμένη ικανότητα αυτοεπούλωσης.

Οι βλάβες στους χόνδρους είναι μια πρόκληση για τους ορθοπεδικούς όχι μόνο διότι στερούνται αιμάτωσης, αλλά κυρίως διότι εάν δεν διαγνωστούν έγκαιρα, και αν δεν υπάρξει άμεση αντιμετώπιση του τραυματισμού ή της πάθησης, τότε σταδιακά προσβάλλεται ολόκληρος ο χόνδρος με αποτέλεσμα πρώτα την χονδροπάθεια και στη συνέχεια, όταν έχει επέλθει η πλήρης φθορά και οι αρθρικές επιφάνειες παραμένουν ακάλυπτες, την οστεοαρθρίτιδα.

ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΒΛΑΒΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗ;
Στην ποδοκνημική, την άρθρωση στην οποία «συναντιούνται» η κνήμη με το πόδι (αποτελείται από την κνήμη, την περόνη και τον αστράγαλο, ενώ στο σχήμα υπάρχουν η πτέρνα, το σκαφοειδές οστούν, το κυβοειδές οστούν και τα σφηνοειδή οστά), οι οστεοχόνδρινες βλάβες προέρχονται συνήθως μετά από οξύ ή χρόνιο τραυματισμό που είχε σαν αποτέλεσμα τη σύνθλιψη ή την απόσπαση ενός τμήματος του αρθρικού χόνδρου, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που περιλαμβάνεται και τμήμα του υποχόνδριου οστού.

Μελέτες τις συσχετίζουν με το 70% των καταγμάτων στον αστράγαλο, αλλά και με τον τραυματισμό των συνδέσμων. Σε ασθενείς χωρίς ιστορικό τραυματισμού οι οστεοχόνδρινες βλάβες είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της γενετικής προδιάθεσης, της οστεονέκρωσης, της χαλαρότητας των συνδέσμων, ή της θρομβοεβολικής νόσου.

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ Ή ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ;
Συνήθως οι ασθενείς, που κατά κανόνα ανήκουν στον αθλούμενο πληθυσμό και είναι σε νεαρή ηλικία, φτάνουν στον γιατρό με βλάβες σταδίου 3 και 4, που επηρεάζουν τη φυσιολογική λειτουργία της άρθρωσης και προκαλούν πόνο, ύδαρθρο και θορύβους κατά την κίνηση. Η θεραπεία που θα ακολουθηθεί (συντηρητική ή χειρουργική) εξαρτάται κυρίως από την ηλικία και το επίπεδο δραστηριοτήτων του ασθενούς, τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, αλλά και από το μέγεθος και την τοποθεσία της βλάβης.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ;
Εάν επιλεγεί η χειρουργική οδός, τότε χρησιμοποιούνται αρθροσκοπικές τεχνικές ελάχιστης επεμβατικότητας. Ταυτόχρονα, μιας και το αρθροσκόπιο δίνει ακριβή εικόνα της άρθρωσης, μπορεί να διορθωθεί τυχόν συνδεσμική αστάθεια και να αξιολογηθεί τυχόν διαταραχή του μηχανικού άξονα.

Για βλάβες που καταλαμβάνουν μικρή επιφάνεια του χόνδρου επιλέγονται οι τεχνικές των μικροκαταγμάτων και των μικροτρυπανισμών ώστε να ανοιχτούν δίαυλοι «επικοινωνίας» μεταξύ του τραυματισμένου χόνδρου και του υποχόνδριου οστού που είναι πλούσιο σε μεσεγχυματικά κύτταρα, τα οποία μετασχηματίζονται σε χονδροκύτταρα όταν τοποθετηθούν στις προβληματικές επιφάνειες. Βέβαια ο νέος χόνδρινος ιστός που σχηματίζεται είναι κατώτερης ποιότητας και περιορισμένης μηχανικής αντοχής.

Εναλλακτικά, εμφυτεύονται οστεοχόνδρινα κυλινδρικά τεμάχια που προέρχονται από περιοχές της πάσχουσας άρθρωσης και δεν συμμετέχουν στη λειτουργία της, ή συνθετικά μοσχεύματα. Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι τοποθετείται έτοιμος χόνδρος, και έτσι αντιμετωπίζεται και τυχόν συνυπάρχουσα βλάβη του υποχόνδριου οστού (οστεονέκρωση). Το ποσοστό επιτυχίας φτάνει το 80-90%, ωστόσο μειονέκτημα θεωρείται ο περιορισμός στο πόσοι κύλινδροι μπορούν να ληφθούν από τη δότρια περιοχή.

Η συνεχώς εξελισσόμενη έρευνα στο πεδίο των χόνδρινων βλαβών έχει δώσει και τεχνικές στηριζόμενες στα χονδροκύτταρα. Από την άρθρωση του ασθενούς λαμβάνεται υγιής ιστός από τον οποίο απομονώνονται κύτταρα, που στη συνέχεια μπαίνουν σε συνθετικές μεμβράνες κολλαγόνου ή υαολουρονικού ώστε να τοποθετηθούν στην περιοχή της βλάβης προκειμένου να αναπτυχθεί νέος χόνδρος.