Η Ιγνυακή κύστη πήρε το όνομά της από τον BAKER το 1877 όπου την περιέγραψε σαν μια ευμεγέθη ιγνυακή κύστη που δημιουργείτε από παγίδευση υγρού μέσα σε ένα ορογόνο θύλακο (bursa) , σχηματιζόμενη από τον ημιυμενώδη τένοντα. Παρατήρησε επίσης επικοινωνία της κύστης με την άρθρωση με υγρό το οποίο διαφεύγει μέσα στο ορογόνο θύλακο, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει στην άρθρωση με ανάδρομη πορεία. Από τότε (Wilson1938, Taylor & Rana 1973, Lindgren 1977), πολλοί περιέγραψαν την παθογένεια της ιγνυακής κύστης.
όρος «κύστη Baker» περιγράφει κύστες οι οποίες εμφανίζονται στην οπίσθια-έσω επιφάνεια του γόνατος μεταξύ της έσω κεφαλής του γαστροκνημίου και τον τένοντα του ημιυμενώδους.
Οι ιγνυακές κύστες συχνά σχετίζονται με ενδαρθρική παθολογία: ρήξη μηνίσκου, ρευματοειδής αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα, υμενίτιδα , φυματίωση κ.α. είναι παθήσεις που σχετίζονται με την δημιουργία της κύστης Baker.
Έχει παρατηρηθεί ότι το 82% των ιγνυακών κύστεων οφείλεται σε ρήξη οπίσθιου τμήματος του έσω μηνίσκου και μόλις το 38% της ρήξεως του έξω μηνίσκου. Ο πρόσθιος χιαστός είναι υπεύθυνος για το 13% των ασθενών με κύστη Baker.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Οι ιγνυακές κύστες εμφανίζονται σαν μια μάζα στην οπίσθια έσω επιφάνεια του γόνατος . Στα παιδιά (σπάνια) η ιγνυακή κύστη είναι ασυμπτωματική και συνήθως παρατηρείται από το ίδιο το παιδί. Στους ενήλικες το ενόχλημα είναι συνήθως επώδυνο και με μια αίσθηση πληρότητας στο οπίσθιο μέρος του γόνατος , η οποία επιδεινώνεται κατά την άσκηση ή κατά την κάμψη ή έκταση του γόνατος. Αυτά τα συμπτώματα συνοδεύονται με συμπτώματα της υποκείμενης νόσου ( ρήξη μηνίσκου, ραγείς πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος , εκφυλιστική αρθρίτιδα).
Ρήξη της ιγνυακής κύστης μπορεί να συμβεί ξαφνικά προκαλώντας έντονο πόνο και οίδημα στην γάμπα, αυτός ο συνδυασμός συμπτωμάτων έχει ονομασθεί «σύνδρομο ψευτοθρομβοφλεβίτιδος» διότι τα σημεία και τα συμπτώματα ταιριάζουν με την θρομβοφλεβίτιδα.
Ένα φλεβικό υπερηχογράφημα Dopplerείναι χρήσιμο για την διαφοροδιάγνωση της θρομβοφλεβίτιδας .
Η μαγνητική τομογραφία του γόνατος είναι χρήσιμη για την αξιολόγηση των ιγνυακών κύστεων. Στην μαγνητική τομογραφία διακρίνονται οι ιγνυακές κύστες, όπου μπορούν να διακριθούν από συμπαγείς βλάβες ή όγκους στην ιγνυακή κοιλότητα.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Στα παιδιά οι ιγνυακές κύστες αποτελούν γενικώς καλοήθης ασυμπτωματικές παθήσεις και σπάνια σχετίζονται με παθολογία της άρθρωσης. Η μαγνητική τομογραφία θα επιβεβαιώσει την διάγνωση και θα αποκλείσει έναν όγκο μαλακών μορίων. Οι περισσότερες ιγνυακές κύστες στα παιδιά αυτοϊώνται .
Στους ενήλικες μερικές φορές γίνεται ένεση στεροειδών στην κύστη. Είναι ένα παροδικό μέτρο και η κύστη συνήθως επανεμφανίζεται, εκτός αν έχει αντιμετωπισθεί η ενδαρθρική παθολογία.
Αν η μαγνητική τομογραφία δεν δείξει κάποια ενδαρθρική βλάβη (μηνίσκος, χιαστός κ.α.) η αντιμετώπιση είναι συντηρητική , δηλ. παρακολούθηση , συμπιεστική περίδεση και φυσικοθεραπεία.
Αν όμως υπάρχει ενδαρθρική βλάβη η οποία προκαλεί μηχανικά συμπτώματα, με πόνο και επίμονο οίδημα, τότε η θεραπεία είναι χειρουργική . Αν η αρθροσκοπική παρέμβαση δεν αντιμετωπίζει τα συμπτώματα, τότε ενδείκνυται η ανοικτή εκτομή.
Ο μίσχος που οδηγεί από την άρθρωση στην κύστη ανευρίσκεται, συρράπτεται και αφαιρείται η κύστη. Συνήθως όμως η αντιμετώπιση της ενδαρθρικής βλάβης οδηγεί στην εξάλειψη της ιγνυακής κύστης.