Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2016 που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ότι σε όλο τον κόσμο το 10% των ανδρών και το 18% των γυναικών από 60 ετών και άνω έχουν κάποιας μορφής αρθρίτιδα στο ισχίο. Ο πιο κοινός τύπος είναι η οστεοαρθρίτιδα, η οποία συνδέεται με την ηλικία και, με βάση τις πιο πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες, με την παχυσαρκία, την καθιστική ζωή, το κάπνισμα και το αλκοόλ. Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι και παλαιότεροι τραυματισμοί, καθώς και δραστηριότητες κατά τις οποίες καταπονούνται οι αρθρώσεις.
Η οστεοαρθρίτιδα είναι το αποτέλεσμα της φθοράς των χόνδρων, του σκληρού και ελαστικού «υλικού» από νερό, κολλαγόνο, πρωτεΐνες και λιπίδια που καλύπτει τα άκρα των οστών. Ο ρόλος του είναι να λειτουργεί ως αμορτισέρ και να κατανέμει τα φορτία. Η φθορά του χόνδρου στο ισχίο σημαίνει ότι η κοτύλη (μέρος του μεγάλου οστού της λεκάνης και «υποδοχέας» της κεφαλής του μηριαίου) τρίβεται με τη μηριαία κεφαλή, το ανώτερο άκρο του μηριαίου οστού που έχει σχήμα μπάλας. Παράλληλα υπάρχει σκλήρυνση των επιφανειών, και δημιουργούνται κύστες και οστεόφυτα.
Και ενώ η οστεοαρθρίτιδα θεωρούνταν πάθηση της τρίτης ηλικίας, τα τελευταία χρόνια οι μελέτες έδειξαν ότι το σύνδρομο μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης εμφανίζεται πολύ συχνά σε ανθρώπους μικρής και μέσης ηλικίας, και μπορεί να αποτελέσει παράγοντα για μελλοντική οστεοαρθρίτιδα. Σύμπτωμα της σχετικά νέας αυτής διαγνωστικής οντότητας είναι ο πόνος και ο περιορισμός της κίνησης στην πρόσθια, πλάγια, και σπανιότερα στην οπίσθια περιοχή του ισχίου. Αιτία οι ανατομικές ιδιομορφίες των οστών (της μηριαίας κεφαλής και της κοτύλης) που σε συνδυασμό με την καθημερινή χρήση μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές στη μορφολογία της άρθρωσης.
Όταν η μηριαία κεφαλή χάνει τη σφαιρικότητά της και προσκρούει στο χείλος της κοτύλης πρόκειται για πρόσκρουση τύπου CAM (CAM lesions – προβλήματα μηριαίας κεφαλής), που βιβλιογραφικά σχετίζεται με άνδρες αθλητές νεαρής ηλικίας. Όταν, όμως, υπάρχει σημαντική αύξηση των ορίων του χείλους της κοτύλης, ή το βάθος της είναι μεγάλο, ή η οπίσθια κλίση της αυξημένη, τρίβεται πάνω της η φυσιολογική μηριαία κεφαλή. Τότε πρόκειται για πρόσκρουση τύπου Pincer (Pincer lesions – προβλήματα κοτύλης), και συνήθως αφορά αθλήτριες μέσης ηλικίας. Επιπλέον υπάρχει και η μικτού τύπου πρόσκρουση (CAM & Pincer), που είναι και η πιο συνηθισμένη.
Σε ανθρώπους που έχουν ήδη αναπτύξει οστεοαρθρίτιδα στο ισχίο, αλλά και σε όσους διαγνωστούν με σύνδρομο μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης, αρχικά προτείνεται περιορισμός δραστηριοτήτων και απώλεια βάρους προκειμένου να αποφορτιστεί η άρθρωση. Η Αμερικανική Ακαδημία Ορθοπεδικών Χειρουργών σε λίστα οδηγιών που εξέδωσε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2017 προτείνει πριν από τη λύση της εγχείρησης να δοκιμάζονται ενέσεις με κορτικοστεροειδή, φυσικοθεραπεία, και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Στο πλαίσιο της συντηρητικής αγωγής, σε ασθενείς με έως μέσης βαρύτητας αρθρίτιδα που δεν έχουν περάσει τα 60 προτείνεται η θεραπεία με αυτόλογα βλαστοκύτταρα, μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στον τομέα της αναγεννητικής ιατρικής. Στόχος είναι να αναχαιτιστεί η εξέλιξη της νόσου και ταυτόχρονα να δημιουργηθούν νέα χόνδρινα κύτταρα στην άρθρωση – τα βλαστοκύτταρα επειδή είναι αρχέγονα κύτταρα προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους. Η διαδικασία είναι απλή: Ο γιατρός θα πάρει μυελό των οστών από τη λεκάνη, από τον οποίο θα απομονωθούν τα βλαστικά κύτταρα. Στη συνέχεια, υπό την καθοδήγηση του ακτινοσκοπικού μηχανήματος, θα γίνει η έγχυσή τους με ακρίβεια στο χόνδρο της άρθρωσης.
Εναλλακτική πηγή βλαστοκυττάρων είναι το υποδόριο λίπος του ασθενούς. Σε αυτή την επιλογή πριν από την έγχυση απαιτείται διάστημα δύο περίπου εβδομάδων για την καλλιέργεια στο εργαστήριο. Μετά τη θεραπεία συστήνεται ανάπαυση για δύο 24ωρα. Τα πρώτα αποτελέσματα συνήθως είναι εμφανή μετά τους τρεις μήνες, ενώ σαφής βελτίωση αναμένεται σε έναν χρόνο οπότε και γίνεται νέα μαγνητική για την επιβεβαίωση του αποτελέσματος.
Ανάλογα με τον ασθενή, την ηλικία του, το επίπεδο δραστηριοτήτων του, το ιατρικό ιστορικό του, και κυρίως σε περιπτώσεις στις οποίες έχει αποτύχει η συντηρητική θεραπεία, υπάρχει η λύση της αρθροσκόπησης. Κατά τη διάρκειά της ο χειρουργός μέσω πολύ μικρών τομών και με τη χρήση κάμερας μπορεί να κάνει μια γενικότερη αξιολόγηση της άρθρωσης του ισχίου – στόχος είναι η αντιμετώπιση των επώδυνων συμπτωμάτων αλλά και η πρόληψη της αρθρίτιδας. Σκοπός είναι να διατηρηθεί όσο το δυνατό περισσότερος ιστός, να αφαιρεθούν ή να εξομαλυνθούν οι σκισμένες άκρες του επιχείλιου χόνδρου, ή και να γίνει συρραφή της ρήξης με απορροφήσιμα ράμματα, ή και να καθηλωθεί στην κοτύλη με ειδικές άγκυρες. Επιπλέον, εάν είναι απαραίτητο, διορθώνονται βλάβες στον γειτονικό αρθρικό χόνδρο.
Οι πρώτες φυσικοθεραπείες γίνονται αμέσως μετά το χειρουργείο. Ο ασθενής χρησιμοποιεί πατερίτσες για διάστημα 3-5 εβδομάδων ώστε να μην υπάρχει φόρτιση της άρθρωσης. Η πλήρης επανάκτηση της κίνησης γίνεται στις 9-12 εβδομάδες, και η επιστροφή των αθλητών σε 3-4 μήνες.