Η ρήξη του πρόσθιου χιαστού, του συνδέσμου που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη σταθεροποίηση του γόνατος, είναι μία από τις πιο σοβαρές και πιο συχνές κακώσεις της συγκεκριμένης άρθρωσης, συχνά με μεγάλη περίοδο αποθεραπείας. Κοινός τραυματισμός στους αθλητές υψηλών επιδόσεων, αλλά και σε οποιονδήποτε ασχολείται με τον αθλητισμό, αλλοιώνει τη μηχανική του γόνατος και αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά αυξάνει τις πιθανότητες για βλάβες στο μηνίσκο ή στο χόνδρο, τραυματισμοί που με τη σειρά τους συνδέονται με την πρόωρη οστεοαρθρίτιδα.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Ορθοπεδικών Χειρουργών (American Academy of Orthopaedic Surgeons) δείχνουν ότι περίπου 200.000 Αμερικανοί κάθε χρόνο παθαίνουν ρήξη πρόσθιου χιαστού, με τους περισσότερους από τους μισούς να οδηγούνται στο χειρουργείο για την αντικατάσταση του σχισμένου ή τραυματισμένου συνδέσμου.
Η συνδεσμοπλαστική του πρόσθιου χιαστού πλέον γίνεται αρθροσκοπικά, με μικρές τομές, μια ελάχιστα επεμβατική τεχνική που προτιμάται καθώς έχει λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, λιγότερες μέρες νοσηλείας και γρηγορότερη αποκατάσταση. Μάλιστα, συστήνεται ιδιαίτερα σε επαγγελματίες αθλητές, σε νέους και δραστήριους ασθενείς που δεν θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, σε όσους είναι άνω των 40 και κάνουν βαριές χειρωνακτικές εργασίες ή σπορ, είτε σε ασθενείς με πολλαπλή συνδεσμική αστάθεια γόνατος, ή και με ρήξη μηνίσκου.
Ο χειρουργός αφού αξιολογήσει την περίπτωση του κάθε ασθενούς θα επιλέξει το κατάλληλο μόσχευμα. Πλέον στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται μόσχευμα από τον ίδιο τον πάσχοντα καθώς έχει το πλεονέκτημα της γρηγορότερης ενσωμάτωσης και των λιγότερων ανοσολογικών αντιδράσεων, και συνήθως προκρίνεται το αυτομόσχευμα ισχιοκνημιαίων. Πρόκειται για δύο τένοντες (ισχνός και ημιτενοντώδης) που καταφύονται κατά μήκος του εσωτερικού μέρους του μηρού και του γόνατος, και οι οποίοι «διπλώνονται» από τον χειρουργό ώστε να σχηματίσουν τέσσερα «κορδόνια», δηλαδή μια τετραπλή δέσμη.
Η περίοδος επιστροφής στις αθλητικές δραστηριότητες εξαρτάται από το πράσινο φως του ορθοπεδικού προκειμένου να μην υπάρξει κίνδυνος για το μόσχευμα, αλλά συνήθως κυμαίνεται από 6 έως 9 μήνες.
Ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχία της επέμβασης έχει η σωστή τοποθέτηση του μοσχεύματος στην ανατομική του θέση τόσο στην κνήμη όσο και στο μηρό ώστε μετά το χειρουργείο το γόνατο να μην είναι χαλαρό κατά τη διάρκεια της έκτασης και δύσκαμπτο στην κάμψη. Τα πλεονεκτήματα του τετραπλού αυτομοσχεύματος ισχιοκνημιαίων είναι ότι απαιτείται μικρότερη χειρουργική τομή, μετεγχειρητικά ο ασθενής πονάει λιγότερο ενώ μηδενίζεται η πιθανότητα πρόσθιου πόνου (ειδικά στον επιγονατιδικό τένοντα). Επιπλέον η μέγιστη αντοχή του μοσχεύματος είναι 4.000 νιούτον.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, στα μειονεκτήματα συγκαταλέγονται η αδυναμία των ισχιοκνημιαίων τενόντων στη δότρια περιοχή (η ισχύς τους αποκαθίσταται στο 85% έναν χρόνο μετά την επέμβαση), ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με τη λήπτρια περιοχή η σταθεροποίηση του μοσχεύματος γίνεται με βίδα από τιτάνιο ή απορροφήσιμο υλικό μεταξύ τένοντα και οστού, και συνεπώς είναι μικρότερη η ισχύς σταθερότητας σε σχέση με τη σταθεροποίηση οστό με οστό. Παρ’ όλα αυτά η εξέλιξη των συστημάτων καθήλωσης ανέβασε τη «δημοτικότητα» του μοσχεύματος διεθνώς, καθώς φαίνεται να είναι και καλύτερα αποδεκτό από τους ίδιους τους ασθενείς.